ασκόνιστος

ασκόνιστος
-η, -ο
αυτός που δε σκονίστηκε: Το μπαλκόνι μας σήμερα ήταν ασκόνιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασκόνιστος — η, ο αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να σκονιστεί, να σκεπαστεί από σκόνη («ασκόνιστα έπιπλα», «τον ήλιο τον ασκόνιστο») …   Dictionary of Greek

  • ακορνιάχτιστος — η, ο [κορνιαχτίζω] ο ασκόνιστος, ο ολοκάθαρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”